- χθαμαλώ
- -όω, Α [χθαμαλός]κάνω κάτι χαμηλό, ισοπεδώνω («τὰ σκολιὰ τῆς λεωφόρου κατευθύνειν καὶ χθαμαλοῡν τὰ δύσβατα», Ιώσ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χθαμαλῷ — χθαμαλός near the ground masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)